της Κατερίνας Παπαγεωργίου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Έχεις δει ποτέ αεροπλάνο από πίσω καθώς απογειώνεται; Πρώτα βλέπεις μία τεράστια μεταλλική μάζα. Βαριά. Ακίνητη. Με τα δικά σου μέτρα είναι αδύνατο να κουνηθεί. Κι όμως. Αρχίζει να κινείται. Ήρεμα, αβίαστα. Και αίφνης, ακόμη πιο αβίαστα θαρρείς, κάνει το θαύμα: βρίσκεται σηκωμένη στις πίσω ρόδες μόνο, σε μία στάση τεράστιας επιθυμίας για ελευθερία, κι ύστερα, τις ξεκολλά κι αυτές και γλιστράει απαλά στον ουρανό. Λες και δεν είναι τόνοι σίδερα, λες κι είναι ξένοιαστο αβαρές φτερό με τέλεια προσήλωση σ’έναν ουράνιο προορισμό. Η ΑΦΟΡΜΗΤρέχεις. Αφιονισμένα. Είσαι ολόκληρη συναίσθημα. Είσαι ενέργεια. Κλαις, γελάς και μόνο οι φωτογραφίες (που βλέπεις πολύ αργότερα), όπου φαίνεσαι ασθμαίνουσα και καταπονημένη, υπάρχουν για να αποδεικνύουν πως δεν σου’χαν φυτρώσει φτερά εκείνα τα λεπτά, πως πάταγες ακόμη άσφαλτο. Για τρίτη φορά στη ζωή σου ζεις το θαύμα. Έχεις διανύσει 41 περίπου χιλιόμετρα, σέρνεσαι στη Βασ. Σοφίας, φτύνεις τον εαυτό σου για το χάλι σου και ξαφνικά, στρίβεις Ηρώδου του Αττικού και μετουσιώνεσαι. Κυριολεκτικά. Δεν υπάρχει τίποτε να σου θυμίζει σώμα. Μόνο ενέργεια διάπυρη. Και αισθήματα. Έτσι.. Στο δεύτερο ή στο τρίτο πρόσωπο μιλάω στον εαυτό μου εκεί πέρα. Στην κατηφόρα αυτή, την ωραιότερη που έχω ποτέ πάρει, υπάρχει μόνο το γέλιο μου και το Καλλιμάρμαρο. Αν δεν αισθανόμουνα γελοία, θα τσίριζα κιόλας καθώς τη ροβολάω. Δεν έχει υπάρξει άλλη στιγμή στη ζωή μου που να αισθάνομαι τόση ενέργεια. Δεν έχει υπάρξει άλλη στιγμή που να αισθάνομαι τόσο εγώ και, μαζί, τόσο όχι εγώ. Μόνο στο συγκεκριμένο σημείο της συγκεκριμένης διαδρομής. Και μαζί με την τεράστια αυτή δύναμη απογείωσης, εδώ είναι συνήθως που ξεκινάει κι ο λυγμός. Αυτός που με το ζόρι με αφήνει να εισπνεύσω μόλις τερματίσω. Φέτος όμως συνέβη κάτι διαφορετικό. Ξεκίνησε πολύ νωρίτερα ο λυγμός. Λίγο πριν μπω στη Βασ. Σοφίας. Και δεν ήταν εξ αρχής λυγμός συγκίνησης. Ήταν λύπη, απογοήτευση καθαρόαιμη. Κι όταν κατέβαινα την Ηρώδου του Αττικού ένιωθα μεν χαρά αλλά μια κακιωμένη, όλο θυμό χαρά. Έτρεχα με μανία και με την ίδια μανία ψιθύριζα βρισιές σε κάποια θηλυκή υπόσταση. «Σε ξέσκισα, καριόλα!» με έπιασα να λέω. Και προσπαθούσα να καταλάβω ποια με είχε θυμώσει τόσο πολύ. 42,195… Τρία χρόνια πριν, δεν ήξερα πόσα χιλιόμετρα είναι ο μαραθώνιος. Ιδέα και θέαμα με καθήλωναν. Έβλεπα κάποιους να παραπαίουν λίγο πριν το τέρμα πασχίζοντας να περάσουν τη γραμμή του τερματισμού με όση ενέργεια τους είχε μείνει και έκλαιγα. Κι έλεγα πως είναι ετούτοι από άλλη πάστα. Όχι απ’τη σάρκα και τους μύες που φτιάχνουν το δικό μου σώμα. Αλλά δεν ήξερα ακριβώς πόσα χιλιόμετρα είναι η κούρσα. Σήμερα ξέρω. Όχι το νούμερο μονάχα αλλά και πώς αισθάνεσαι σε καθένα από αυτά τα 42 χιλιόμετρα. Πώς αισθάνεσαι σ’αυτά τα τελευταία 195 μέτρα. Πόσο διαφορετικά είναι αυτά αν τα τρέχεις στη Θεσσαλονίκη, στη Βαρκελώνη ή στο Καλλιμάρμαρο. Τερμάτισα τον έβδομό μου μαραθώνιο τις προάλλες. Τερμάτισα τρίτη φορά στην κλασική διαδρομή. Μια διαδρομή ιδιαίτερη. Δεν φτάνει ίσως τα καλούδια που έχουν άλλοι μαραθώνιοι μέσα σε πόλεις, αλλά έχει ό,τι και η σχέση με τη μάνα, αφού μανούλα είναι κι αυτή κάθε άλλης μαραθώνιας διαδρομής: έχει μεγάλες δυσκολίες και πολλά διδάγματα˙ αίσθηση συνέχειας, αυστηρότητα, θυμό, γνωριμοσύνη, και μια τεράστια ικανοποίηση όταν κερδίζεις την αγάπη της, όταν σε αξιώνει να την τερματίσεις. Πάνω από μια εβδομάδα που τερμάτισα και κλαίω ακόμη. Το οφείλω στον εαυτό μου να κάτσω και να ψάξω τα γιατί.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ
Βάρος, μας μάθαιναν στη φυσική, είναι η δύναμη με την οποία η γη έλκει ένα σώμα. Γενικότερα, η βαρύτητα είναι η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να έλκουν άλλα υλικά σώματα, ώστε να τα κάνουν να κινούνται με επιτάχυνση προς το έλκον σώμα. Τα υλικά σώματα όμως έχουν και μια ακόμη χαρακτηριστική ιδιότητα: την τάση να αντιστέκονται στη μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης. Η ιδιότητα αυτή ονομάζεται αδράνεια και θα μας έκανε να στεκόμαστε αέναα ακίνητοι αν δεν ασκούνταν πάνω μας διάφορες δυνάμεις που μας ταρακουνούν ή, εφόσον ξεκινούσαμε μια κίνηση, να συνεχίσουμε να κινούμαστε αέναα με σταθερή ταχύτητα, εάν δεν υπήρχαν δυνάμεις όπως οι τριβές ή, ενίοτε, η βαρύτητα, που να αντιστέκονται στην κίνηση αυτή. Το μέτρο της αντίστασης που παρουσιάζει κάθε σώμα στη μεταβολή της κινητικής του κατάστασης, ονομάζεται μάζα. Όσο περισσότερα κουβαλάς, όσο μεγαλύτερη μάζα έχεις, τόσο δυσκολότερα ξεκουνιέσαι. Πράγμα που σημαίνει ότι όταν δύο υλικά σώματα με μεγάλη διαφορά μάζας βρεθούν κοντά, τότε αυτό με τη μικρότερη μάζα θα κινηθεί προς αυτό με τη μεγαλύτερη. Έτσι, η βαρύτητα είναι υπεύθυνη για το ότι η γη γυρίζει γύρω απ’ τον ήλιο και ζεσταίνεται. Χωρίς αυτήν δεν θα’ταν η ζωή όπως την ξέρουμε σήμερα. Η βαρύτητα ήταν υπεύθυνη και για το ό,τι το μάθημα της γυμναστικής, για μένα, στο Δημοτικό, ήτανε βάσανο κι όχι διασκέδαση όπως για τους περισσότερους. Η μάζα μου ήταν λίγο μεγαλύτερη απ’ αυτή των άλλων παιδιών. Και παρ’ότι το παιδικό μου κέφι πάντα υπερνικούσε την αδράνεια που μπορεί να σήμαινε αυτό, η μεγαλύτερη βαρύτητα που είχα να υπερνικήσω είχε ως αποτέλεσμα να βγαίνω πάντα τελευταία στα κατοστάρια που μας έβαζαν να τρέξουμε. Η φυσική ερμηνεία του φαινομένου μου ήταν ανέκαθεν απόλυτα σαφής. Αυτό που δεν αντιλήφθηκα εγκαίρως, ωστόσο, ήταν το γεγονός ότι ετούτη η αποτυχία και οι επαναλαμβανόμενες κοροϊδίες που τη συνόδευαν, χρόνο το χρόνο θα πρόσθεταν επιπλέον βάρος στις προσπάθειές μου να τρέξω και να αθληθώ γενικότερα. Το ότι νιώθουμε το βάρος και την αδράνεια, το ότι έχουμε δηλαδή πλήρη επίγνωση της μάζας μας και των περιορισμών που αυτή μας θέτει, το θεωρούσα πάντα τεράστια αδικία: αν ψάξεις καλύτερα, κάθε κομμάτι μάζας αποτελείται από μικρότερα και μικρότερα και μικρότερα, ώσπου στο τέλος, πρακτικά, φτάνεις στην έννοια ενός συσσωματώματος ενέργειας. Είμαστε ενέργεια λοιπόν.. Γιατί να πρέπει μια ζωή να βασανιζόμαστε από τις επιπτώσεις της ατυχούς συγκυρίας της συσσωμάτωσής της; Σα να μην έφτανε αυτό, ένα ακόμη είδος ενέργειας τείνει να γρομπαλιάζει και να δημιουργεί επιπλέον «μάζα»: η ενέργεια που παραμένει εγκλωβισμένη στο μυαλό μας από συναισθήματα που θα έπρεπε να είχαμε ελευθερώσει από καιρό. Τραυματικές αναμνήσεις, συμπλέγματα, φόβοι, ακόμη και θυμός αυξάνουν την αδράνεια και το βάρος μας, τη δύναμη δηλαδή που μας κρατά στη γη, η οποία, τις περισσότερες φορές, έχει μια συνιστώσα αντίθετη προς την κατεύθυνση που θέλουμε να πάμε. Για συντομία θα αναφέρομαι σ’αυτά ως «η μαύρη τρύπα». Στην περίπτωσή μου, πριν ξεκινήσω να ασχολούμαι με το τρέξιμο, περιλάμβανε πολλές πανέξυπνες ιδέες όπως «Όταν τρέχεις είσαι αστεία/πέφτεις εύκολα/ξεμαλλιάζεσαι, κοκκινίζεις, ιδρώνεις και βρωμοκοπάς», «είσαι τόσο άσχετη περί τα αθλητικά που ακόμη και τα αθλητικά ρούχα δείχνουν ξένα πάνω σου», «αν δεν τα καταφέρεις και γίνεις ΞΑΝΑ ρεζίλι;», «θα τραυματιστείς!», «το τρέξιμο καταστρέφει τις αρθρώσεις/το πρόσωπο/το στήθος», «είσαι πολύ μεγάλη για όλα αυτά», «με ιστορικό δισκοκήλης πώς να τρέξεις;», «που θα βρεις χρόνο για όλα αυτά;». Εννοείται πως κάθε μαύρη τρύπα που σέβεται τον εαυτό της, κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται από τις λύπες και τις απογοητεύσεις της εποχής και κάθε είδους μαύρη σκέψη της στιγμής. Πώς να αρχίσει τέτοια μάζα να κινείται; Εδώ υπεισέρχεται ακόμη ένας νόμος της Φυσικής: η μάζα προκαλεί αδράνεια σε ένα έδαφος επίπεδο. Στην κατηφόρα όμως, υπάρχει μια συνιστώσα της βαρύτητας που τραβάει το σώμα προς την κατεύθυνση της κλίσης. Εκεί, αυτός που κουβαλάει το μεγαλύτερο βάθος, απολαμβάνει μεγαλύτερη αυτή τη συνιστώσα. Και ξεκινά η κίνηση, ας είναι και κουτρουβάλα. Στα δύσκολα λοιπόν.. στην κατηφόρα.. εκεί ξεκίνησα να τρέχω. Νίκησε η κουτρουβάλα την αδράνεια. Οι σοβαροί ίσως το θεωρήσουν και κακό. Τους παραπέμπω όμως ξανά στη φυσική: ακινησία ίσον θάνατος. Ό,τι είμαστε ξεκινάει από κινήσεις απειροελάχιστων σωματιδίων, από κινήσεις της σκέψης μας, συσπάσεις της ψυχής που επιθυμεί.

ΠΩΣ ΕΦΤΑΣΑ Σ’ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ
Έτσι λοιπόν, μια κάποια μέρα, ξεκίνησα να τρέχω. Και λίγο λίγο, μαζί με το σωματικό μου μεταβολισμό που ενεργοποιήθηκε ροκανίζοντας τη μάζα του λίπους που κουβαλούσε το κορμί μου, ξύπνησε κι ένας αντίστοιχος νοητικός μηχανισμός που καταβρόχθισε πολλά απ’ τα σκουπίδια που βάραιναν τις σκέψεις μου. Όχι όμως αρκετά ώστε να θεωρήσω ποτέ τον εαυτό μου «αθλήτρια» ή να αισθανθώ άνετα στο Καυταντζόγλειο, σε γυμναστήρια, σε διαδρόμους, εργομετρήσεις, σε συζητήσεις για κατώφλια αναερόβια και γαλακτικά οξέα, πολύ δε περισσότερο για να συζητήσω σοβαρά ένα «προπονητικό πλάνο» με κάποιον που γνωρίζει. Μέχρι πρότινος, δεν έλεγα καν «πάω για προπόνηση». «Πάω για τρέξιμο» έλεγα. Δεν έθετα συγκεκριμένους στόχους. Ό,τι έκανα το έκανα απλά για να μπορώ να τρέξω χωρίς τραυματισμούς έναν ακόμη μαραθώνιο ώστε εκεί να συναντήσω για μια φορά ακόμη το μαγικό κομμάτι του εαυτού μου που μόνο εκεί μου φανερώνεται. Είμαι άνθρωπος που δεν μπορεί τα ίδια και ίδια. Έξι μαραθώνιοι στον ίδιο περίπου χρόνο, όσο κι αν διέφεραν σημαντικά στις λεπτομέρειές τους, έδειχναν να οδηγούν σε μια «ρουτίνα». Αλλά δε διανοήθηκα πως εγώ, στην ηλικία μου, που τόσο απέχει από την προπονητική μου «ηλικία», μ’ένα κορμί τελείως ασυνήθιστο στο να δουλεύει και ν’αλλάζει, θα μπορούσα να κάνω ένα σημαντικό άλμα στις επιδόσεις μου. Εξάλλου και η λέξη «επιδόσεις» μου ήταν λίγο ξένη καθώς σχετίζεται συνήθως με την προσπάθεια να ξεπεράσεις κάποιον άλλον. Και δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ αυτό. Kαλώς ή κακώς, στο πλαίσιο μιας γενικότερης και πολυεπίπεδης κρίσης, γύρω στον Ιανουάριο, πίστευα πως δεν θα μπορέσω να ξανατρέξω. Η παραλία όπου προπονούμαι συνήθως μου προκαλούσε αναγούλα (κυριολεκτικά) και στο Καυταντζόγλειο πάθαινα αγοραφοβία. Πέρασα κάποιους μήνες που δεν ήθελα απλά καμία σχέση με το τρέξιμο και το χαΐρι του. Και δεν έφταιγε το τρέξιμο γι’αυτό.. Τεράστιες απογοητεύσεις, έντονη γεύση προδοσίας, πρόσωπα και πράγματα γύρω μου να αλλάζουν ξαφνικά ταυτότητες. Στο πάτωμα, φύρδην μίγδην, βεβαιότητες που είχα για στέρεες, σημεία αναφοράς ετών. Δε με χωρούσε τίποτα. Δεν πίστευα σε τίποτα. Κυρίως δεν πίστευα στον εαυτό μου. Αποτυχία όλων των μορφών και χρωμάτων εισέρεε από παντού. Κι η στάθμη όλο ανέβαινε και ανέβαινε.. μέχρι που δεν είχε πια μείνει αέρας να αναπνεύσω. Όταν νιώθεις πως έχεις πιάσει πάτο και, εκείνη τη στιγμή, δύο υπέροχοι άνθρωποι (που αν δεν αναφέρω τα επίθετά τους είναι γιατί ειδικά ο ένας είναι τόσο σημαντικός αθλητής που ντρέπομαι να συσχετίσω το επίθετό του με το δικό μου- ας τους πούμε λοιπόν «ο Κόοουτς» κι «ο Υπερκόουτς») σου τείνουν το χέρι και δείχνουν να πιστεύουν σε σένα περισσότερο απ’ ότι εσύ σ’ολόκληρη τη ζωή σου, τότε ο στόχος του να μειώσεις τον χρόνο σου στην κλασική κατά μισή ώρα ακούγεται υπέροχα φιλόδοξος, το απόλυτο έναυσμα για να αφήσεις την αυτολύπηση και να ξαναρχίσεις τον πόλεμο. Σου δίνουν πρόγραμμα. Νιώθεις γελοία να μιλάς για διαλειμματικές και τέμπο και πόσο κατέβηκε το 800αρι και το 1000αρι σου. Αλλά σου μιλούν σοβαρά, σε πιστεύουν σοβαρά και νιώθεις πως πρέπει κι εσύ επιτέλους να πάρεις στα σοβαρά τον εαυτό σου. Σε πιάνει αναγούλα κάθε φορά που το πρόγραμμα αναφέρει Καυταντζόγλειο αλλά μαθαίνεις να εστιάζεις, αρχικά, στην ικανοποίηση που αισθάνεσαι φεύγοντας από εκεί κι αργότερα, στην καθαρή χαρά της προσήλωσης σε μια πρωτόγνωρη σωματική προσπάθεια. Γυρνάς κουτσή απ’ τις προπονήσεις, πονάς τρελά τα βράδια αλλά, όσο ο Σιάτσουμαν μπορεί και στο διορθώνει (και επιμένει πως είναι διαχειρίσιμο), σε δύο μέρες είσαι ξανά για διαλειμματική. Ακούς τους άλλους να επιχειρηματολογούν για την αξία του να τρέχεις «για την πλάκα σου», χωρίς ρολόγια κι επιδόσεις και σε πιάνει ένα είδος ενοχής. Όμως είναι άλλο να προσπαθείς να πετύχεις κάτι για να σε δουν στο βάθρο ή για να μη χάσεις τον χορηγό και άλλο να πετυχαίνεις κάτι για να μπορείς να πεις στον εαυτό σου «έκανες αυτό που νόμιζα πως δεν μπορείς να κάνεις. Για μια φορά με έβγαλες ασπροπρόσωπη». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη «πλάκα» απ’ το να αφήνεις τον εαυτό σου πίσω. Να γίνεσαι πιο γρήγορος στα πόδια, πιο δυνατός στην αναπνοή, πιο ήρεμος στο πνεύμα και στην προσπάθεια στωικότερος και πιο συγκεντρωμένος. Για να είμαι πιο ειλικρινής, δεν μιλάμε πια για «πλάκα» και «ευχαρίστηση» αλλά για την απόλυτη ευφορία του να στύβεις φως απ’ τον εαυτό σου. Έτσι προπονημένη και δυνατή όσο ποτέ άλλοτε έφτασα στο Νοέμβριο. Πρώτη φορά ένιωθα «δρομέας». Το έβλεπα στο σώμα μου, στην κίνησή του, στα κέφια μου που δεν γκρεμίζονταν με την πρώτη γαλάκτωση, στον τρόπο που κυλούσαν τα χιλιόμετρα, στη στωικότητα που είχε αντικαταστήσει τον τρελό φόβο κάθε φορά που σκεφτόμουν τις δύσκολες ανηφόρες της Κλασικής. Κι όταν την Τρίτη πριν την Κυριακή του αγώνα άρχισε ο δυσοίωνος πονόλαιμος, ήλπιζα πως όλη αυτή η δύναμη και η πίστη θα απέτρεπαν τον πυρετό. Και όταν το θερμόμετρο δε μου’κανε τη χάρη, επέμενα να το θεωρώ καλό σημάδι: το σώμα δυνατό μάχονταν τα μικρόβια για να είμαι καλά την Κυριακή. Κι όταν το βράδυ του Σαββάτου η κρίση βήχα όχι απλά δεν μ’άφηνε να κοιμηθώ αλλά μου παρείχε την ευκαιρία να πάρω πρόγευση του τρελού παγωμένου αέρα που θα απολάμβανα την επομένη, νανούριζα τον πανικό μου επαναλαμβάνοντάς του ξανά και ξανά το μήνυμα του Αρίστου: «Θέλεις μόνο να προστατεύσεις τον εαυτό σου και τις προσπάθειές σου χαλαρώνοντας και αποφεύγοντας τις μαλακίες». Μου άρεσε που έβαζε τον εαυτό μου και τις προσπάθειές μου στα ίσα. Αυτό αποφάσισα να κάνω κι εγώ. Θα πήγαινα στον παγωμένο Μαραθώνα την άλλη μέρα. Θα άφηνα την ίωση σπίτι και θα πήγαινα δυνατή και χαρούμενη όπως στην εικόνα που χρησιμοποιούσα τόσον καιρό για να αντικαθιστώ τις φοβισμένες μαύρες σκέψεις που ξεπετιόνταν πάνω στο ζόρι κάποιας προπόνησης. Την ίωση θα την σκεφτόμουν μόνο αν έβρισκε το δρόμο κι έκανε αισθητή την παρουσία της με τρόπο απειλητικό.

Ο ΑΓΩΝΑΣ
Πολύχρωμος ο Μαραθώνας παρά τη συννεφιά και το ψιλόβροχο. Τα φιλαράκια μου όλα εκεί. Κεφάτα. Δυνατά. Ξεχάστηκα για λίγο με πειράγματα και γέλια. Όσο πλησίαζε η ώρα της εκκίνησης ωστόσο, γλίστραγα με συνέπεια στη μοναχικότητά μου. Δεν ξέρω άλλο τρόπο για να τρέχω. Μόνο γυρνώντας προς τα μέσα. Έτσι αντέχω κι έτσι απολαμβάνω. Στήθηκα στην αφετηρία. Κουβάλαγα τα 60 μου κιλά, χαρτομάντιλα και καραμέλες για τον βήχα, έξι εμπλαστράκια στην ήδη πονεμένη πλάτη μου και μια μαύρη τρύπα. Κάποιοι όμως με είχαν πάρει στα σοβαρά. Έπρεπε να τους δείξω πως δεν έχασαν τον χρόνο τους. Ξεκίνησα να τρέχω. Είναι εύκολο αυτό στην κλασική γιατί είναι κατηφόρα στην αρχή και παίρνεις φόρα. Ανέβαιναν οι ενδορφίνες και μαζί τους ο ρυθμός. Περάσματα στα 5 και στα 10 χλμ πολύ ικανοποιητικά αλλά τα είχα καταφέρει και πέρσι. Αρχίζουν οι ανηφόρες. Δεν τις νιώθω. Είμαι μονάχα τρέξιμο. Είμαι ένα πόδι που πετιέται μπρος, είμαι ένα χέρι στην αντίθετη κίνηση να σπρώχνει, είμαι το πόδι και το χέρι της άλλης πλευράς, η σταθερή λεκάνη που κρατάει τον παλμό, ο τρόπος που πατάει το πέλμα μου κι ύστερα αφήνει σταδιακά το έδαφος, είμαι το γύρισμα του κόκαλου στην άρθρωση, η φλέβα που χτυπάει στο λαιμό. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει. Ή μάλλον δεν υπάρχουν ως ξεχωριστές οντότητες. Εγώ, το τρέξιμο, ο Κόουτς, οι γύρω, οι ανηφόρες, ο καιρός είμαστε ένα. Το ίδιο ρεύμα ενέργειας που φεύγει προς τα μπρος. Απότομες ευχάριστες προσγειώσεις στο παρόν τα σημεία όπου είναι μαζεμένος ο πολύς ο κόσμος. Επιθυμία να ενταχθώ στο πανηγύρι. Γελώ και λέω ευχαριστώ, χτυπώ τα χέρια μου στα τεντωμένα χεράκια των παιδιών στην άκρη του δρόμου, ένα είδος, θαρρείς, συνενοχής («πάμε γερά εμείς που ξέρουμε να ζούμε ΤΩΡΑ, ν’απολαμβάνουμε όσα δεν θα δεις στις διαφημίσεις..»). Παρόμοια αίσθηση συνενοχής όταν χτυπώ παλάμες με 3 Πακιστανούς που άπλωναν μάταια τα χέρια και κανείς δεν τ’ακουμπούσε: «μη με κοιτάς εδώ που παριστάνω την ανθεκτική. Είμαι μονάχη και διαφορετική ως εκεί που δεν παίρνει..» Φυσώ συνέχεια τη μύτη μου για να ανασαίνω. Θαρρείς μαζεύτηκε εκεί όλη η πνιγηρή λύπη των αρχών του χρόνου και τώρα επιτέλους βγαίνει βγαίνει βγαίνει, δίχως τελειωμό. Πέρασμα απ’ το 21ο σε χρόνο που δεν τον πιστεύω. Δεν υπάρχει κούραση. Δεν υπάρχει καν σώμα. Μία γλυκιά μαστούρα όπου ο πολύχρωμος δράκος στον τοίχο είναι η λύπη, η απαξίωση που έχω ζήσει, τώρα ανθισμένες ποπ πολύχρωμες περικοκλάδες. Δεν ξέρω πότε ακριβώς συνέβη. Λίγο πριν απ’ το 30 μάλλον. Ρήγμα στο Matrix. Αρχίζω να έχω υποψίες σώματος. Βάρος. Το διώχνω. Αλλά εμφανίζεται στον ουρανό μου σαν αστραπή. Ξανά και ξανά. Και η μαύρη τρύπα. Κι ακόμη χειρότερα, δύο μαχαίρια στους ξυλιασμένους ώμους μου και κάποιος να τα στρίβει επίμονα, μεθοδικά. «Είσαι ενέργεια» επιμένω και ξαναβυθίζομαι στη μαστούρα. «Πονάς» επιμένει και με τραβάει πάλι έξω. Καταχωρώ ακόμη ένα ωραίο πέρασμα στο 30. «Έφυγες» του λέω. Φεύγει. Ξανά μαστούρα. Κι ύστερα, πάλι βάρος.. πόνος ξανά.. Τύμπανα κάτω απ’ τη γέφυρα. Χοροπηδάω και χαιρετώ μ’ ευγνωμοσύνη. Υπάρχουν ή τους φτιάχνει κι ετούτους η ψυχή μου; Βλέπω και άλλους γύρω να χειροκροτούν, να χαιρετούν. Υπάρχουν. Γιατί είμαι εδώ; Γιατί πονάω; Γιατί κρυώνω; Γιατί τρέχω; Μαζεύω όλη τη σκέψη μου στην κίνηση ξανά. Δεν θέλει εκεί να μείνει. Κοιτάει τον δρόμο. Αυτόν που διάνυσα για να’μαι εδώ. Παραταγμένες στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στους άλλους θεατές, όλες μου οι αποτυχίες. Γελούν σαρδόνια, σίγουρα. Λίγο πριν μπω στη Βασ. Σοφίας, σταμπάρω, εκεί, στους θεατές, το γιγαντόσωμο παράπονο. Με πείθει. Περπατώ. Σε λίγα μέτρα βλέπω τον Τρυπ και την Αγγελική. Γελούνε. Ντρέπομαι. Μέχρι πριν λίγο γέλαγα κι εγώ. Ήθελα να κουβαλήσω αυτό το γέλιο στην Αθήνα. Αντί γι’αυτό.. λυγμός. Η προηγούμενη μαστούρα έχει αντικατασταθεί (οριστικά;) απ’όλα τα τεράστια «γιατί;» μου. Τρέχουμε πια μαζί. Άλλο τραβάει τον έναν μου αστράγαλο, άλλο τον άλλον, άλλον μπλοκάρει τις κινήσεις των χεριών και κάποιο στρίβει στρίβει στρίβει τα μαχαίρια (στην πλάτη είναι ή στο μυαλό;). Δύο-δυόμιση χιλιόμετρα απ’ το τέρμα σ’έναν υπέροχο χρόνο. Και όμως… περπατώ. Βλέπω τον Γιάννη κάπου εκεί μα δεν τον χαιρετώ. Δεν θέλω να με δει με τόση ήττα. Ο Κόουτς με «σπρώχνει» πότε με το άγριο, πότε με χιούμορ. Σα να μη φτάνουν καν τα λόγια του στ’αυτιά μου. Είναι εξαιρετικά απορροφητικές όλες αυτές οι λύπες, οι ήττες και οι προδοσίες που με κυκλώνουν ερμητικά. Και τότε το αντιλήφθηκα: μπορεί να είναι επίμονες, απορροφητικές, ερμητικές και τόσα άλλα, αλλά περπατούν. Αυτές μου επιβάλλουν το ρυθμό τους. Με περικλείουν αλλά δεν είναι εγώ. Εγώ τρέχω. Τρέχω ξανά. Μπροστά μου η Ηρώδου του Αττικού. Νομίζω ειλικρινά πως κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζει το φως που βλέπεις στην άκρη του τούνελ όταν αλλάζεις κόσμο. Κουνάω τα πόδια προς τα εκεί. Ένα-ένα, λαχανιασμένα, αφήνω πίσω τα νεκραναστημένα μου φαντάσματα. Ακούω πλέον καθαρά τον Κόουτς: «Σπριντάρεις τώρα! Έφτασες!». Στρίβω. Μετουσιώνομαι. Πιλάλα ασυγκράτητη. Στην κατηφόρα αυτή, την ωραιότερη που έχω πάρει ποτέ. Είμαι ενέργεια ξανά. Χαρούμενη παλλόμενη ενέργεια. «Σε ξέσκισα, καριόλα!» Βουρκώνουν οι ενέργειες, ωρέ; Βουρκώνουν. Θολή μπροστά μου η ράμπα που οδηγεί στο Καλλιμάρμαρο. Είμαι ο μεταλλικός θόρυβος των πατημάτων μου επάνω της. Πατώ ταρτάν. Και …στοπ-καρέ. Λεπτά ολόκληρα μου φαίνεται να κάθομαι ακίνητη εκεί. Απόλυτη ησυχία. Πέθανα; Πού βρίσκομαι; Τι κάνω;…………. «Έλα! Τελείωσε τώρα!» ο πρώτος ήχος που με φτάνει, μαζί με την εικόνα μιας απόλυτα απορημένης κοπελιάς που τον εκστόμισε. Μια νέα ντροπή κάνει τα πόδια να κουνιούνται. Σταμάτημα στην είσοδο του Καλλιμάρμαρου; Γιατί; Σιγά σιγά επιστρέφουν οι ήχοι και οι εικόνες. Μουσική, κραυγές, το ασταμάτητο μπιπ των τερματιζόντων καθώς περνούν τον τάπητα. Ακούω το όνομα μου απ’ τα μεγάφωνα. Ο προορισμός μου ίσια μπρος, σε λιγότερο από 100 μέτρα. Θυμώνω για τη νέα ήττα. Θυμάμαι κάθε μου προπόνηση που έληγε με σπριντ. «Φύγε!» η φωνή του Κόουτς. Ρίχνω μιαν αγκωνιά στο νέο λυγμό που φράζει την ανάσα μου. Εισπνέω. Τρέχω. Πετάω. Ανοίγω τα φτερά μου. Προσπερνάω. Υπάρχει μόνο ο τάπητας κι η επιθυμία μου να τον πατήσω. Μπιιιπ…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τώρα το ξέρω. Ήταν η θλίψη τελικά που ξέσκιζα. Η μιζέρια, η απόγνωση, η αποτυχία. Ήταν η βαρύτητα. Στα 20 μέτρα απ’ τον τάπητα βρέθηκα σηκωμένη στις πίσω ρόδες μόνο, σε μία στάση τεράστιας επιθυμίας για ελευθερία. Κι ύστερα, τις ξεκόλλησα κι αυτές και γλίστρησα απαλά στον ουρανό. Για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν ήμουν τόνοι σίδερα αλλά ένα ξένοιαστο αβαρές φτερό με τέλεια προσήλωση σ’έναν ουράνιο προορισμό.