Αναπνοή στην άθληση.

 

Με κάθε εισπνοή αναπνέουμε τα αέρια του ατμοσφαιρικού αέρα που είναι 78% άζωτο, 21% οξυγόνο, 0.03% διοξείδιο του άνθρακα και ίχνη άλλων αερίων. Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) είναι σχεδόν ανύπαρκτο στην ατμόσφαιρα και είναι ένα αέριο που παράγει διαρκώς το σώμα μας σαν αποτέλεσμα του μεταβολισμού. Είναι πολύ χρήσιμο και ζωτικής σημασίας, όμως δεν μπορούμε να το προσλάβουμε από την ατμόσφαιρα.

Όταν παίρνουμε μεγάλες αναπνοές από το στόμα εκπνέουμε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες CO2, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα επίπεδά του στον οργανισμό μας κάτω από τα φυσιολογικά όρια.

Το οξυγόνο προσλαμβάνεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, όπου δεσμεύεται στο μόριο της  αιμοσφαιρίνης, προκειμένου να μεταφερθεί μέσα από τα αγγεία στα κύτταρα του οργανισμού. Στους  ιστούς η απελευθέρωσή του ελέγχεται μέσω  ενός αποτελεσματικού μηχανισμού. Η φύση έχει προνοήσει να απελευθερώνεται οξυγόνο όπου έχει σημειωθεί αυξημένη κατανάλωση, η οποία αποδεικνύεται από την ύπαρξη ενός προϊόντος του μεταβολισμού, του διοξειδίου του άνθρακα. Το γεγονός  αυτό ονομάζεται στη φυσιολογία, φαινόμενο Bohr (από τον φυσιολόγο που το ανακάλυψε το 1908). Αν το CO2 εμφανίζεται  κάτω από το φυσιολογικό ( 45 με 47 mmHG  στο αίμα) σε κάποιον ιστό , η ποσότητα οξυγόνου που θα αποδοθεί σε αυτόν θα είναι επίσης μειωμένη. Για την αποδέσμευση του οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη υπεύθυνο είναι το διοξείδιο του άνθρακα.

Αξίζει να αναφερθεί  ότι σε συνθήκες ηρεμίας, 75% του εισπνεόμενου οξυγόνου εκπνέεται.

Κατά τη διάρκεια έντονης σωματικής άσκησης  25% του Ο2 δεν χρησιμοποιείται επίσης από τον οργανισμό. Εύκολα συμπεραίνεται σύμφωνα με τα παραπάνω ότι το πρόβλημα δεν έγκειται  στον κορεσμό του αρτηριακού αίματος με οξυγόνο αλλά στη χρησιμοποίησή του από τα κύτταρα.  Η βαθιά αναπνοή, η κατανάλωση δηλαδή αέρα πάνω από το φυσιολογικό (περίπου 5 λίτρα αέρα το λεπτό), που καταλήγει σε μείωση του διοξειδίου του άνθρακα έχει σαν  αποτέλεσμα  την ελλιπή οξυγόνωση  του οργανισμού.

Ο τρόπος που αναπνέουμε όταν αθλούμαστε  καθορίζει κατά πόσο η άθληση  είναι ωφέλιμη για τον οργανισμό μας. Σημαντικότερο όλων είναι η συντήρηση της ρινικής αναπνοής, η οποία μας προστατεύει. Εφόσον αναπνέουμε μόνο από την μύτη μπορούμε να αυξάνουμε την ένταση της άσκησης μέχρι το σημείο που δεν θα χρειαστεί να αναπνεύσουμε από το στόμα. Η αναπνοή από την μύτη είναι προστασία για το καρδιαγγειακό μας σύστημα και δεν μας επιτρέπει να ανεβάσουμε πιο πολλούς παλμούς από αυτούς που αντέχει η καρδιά μας. Με λίγα λόγια όταν γυμναζόμαστε με ρινική αναπνοή δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως κουράζουμε την καρδιά μας.  Στην πορεία οι καρδιακοί παλμοί μειώνονται σε σχέση με αυτούς που είχαμε όταν αναπνέαμε από το στόμα.
Οι μύες όταν στερούνται το οξυγόνο, πονούν για δύο γνωστούς λόγους. Ο μυϊκός σπασμός  είναι ο πρώτος και ο πιο τρομακτικός. Είναι υπεύθυνος για τον εξοντωτικό πόνο που βιώνουν οι άνθρωποι όταν το επεισόδιο είναι οξύ και ξαφνικό. Ο δεύτερος μηχανισμός αναφέρεται στην αλλαγή που παρουσιάζεται στην χημική σύσταση των μυών των ασθενών, καθώς συσσωρεύονται περιττά χημικά συστατικά από τον μεταβολισμό του γαλακτικού οξέος . Επιπλέον όφελος αυτής της τακτικής είναι η σταδιακή αύξηση της αντοχής , η  έγκαιρη απομάκρυνση του γαλακτικού οξέος και η αποφυγή των τραυματισμών.
Όταν ξεκινάμε να χρησιμοποιούμε μόνο την μύτη για να αναπνέουμε στην διάρκεια της άθλησης πρέπει να γνωρίζουμε ότι θα χρειαστούμε περίπου δύο μέχρι τρεις μήνες για να συνηθίσουμε. Αρχικά θα μας φανεί δύσκολο, ο τρόπος λοιπόν είναι κάθε φορά που θα νιώθουμε την ανάγκη να πάρουμε ανάσα από το στόμα να κάνουμε μια μικρή παύση ή να μειώνουμε την ένταση της άσκησης. Ο λόγος που η εκπνοή από το στόμα πρέπει να αποφεύγεται  είναι ότι καταλήγει να αφυδατώνει το σώμα. Αυτό εύκολα μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος αν εκπνεύσει πάνω σε έναν καθρέφτη μια φορά από την μύτη και μία από το στόμα. Φυσικά η εκπνοή από το στόμα θα αφήσει μεγαλύτερο αποτύπωμα. Όταν εφαρμόζουμε την μέθοδο της ρινικής αναπνοής οι επιδόσεις αρχικά μειώνονται αλλά μετά από ένα χρονικό διάστημα δύο μηνών περίπου η αντοχή αυξάνεται θεαματικά και αντίστοιχα βελτιώνονται και οι επιδόσεις.
Η αντοχή εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον βαθμό  και την ταχύτητα οξυγόνωσης του οργανισμού. Ο τρόπος για να επιτύχετε την μέγιστη τροφοδότηση των μυών με οξυγόνο, είναι η σωστή χρήση της αναπνοής.

Έλενα Παπαϊωάννου

Πιστοποιημένη σύμβουλος αναπνοής της μεθόδου Buteyko

Categories: Άρθρα