Το πρώτο δρομικό μου «Ζ»

Έφτασα λοιπόν ως εδώ. Στο κατώφλι του πρώτου μου μαραθωνίου. Απίστευτο κι όμως συμβαίνει. Μερικές δεκάδες ώρες με χωρίζουν από την εκκίνηση, από την πραγματοποίηση του στόχου που είχα βάλει μόνος, μυστικά, με τον εαυτό μου. Ας πάρω όμως το «Ζ» μου από την αρχή.

2013, αρχές του έτους. Διάγω βίο «τυπικό» με μόνη άθληση το περπάτημα το πρωί του Σαββάτου ή της Κυριακής, μερικές φορές και τις δύο μέρες, στο παραδομένο κομμάτι της υπό ανακατασκευή Ν. Παραλίας. Μέγαρο – Ιστιοπλοϊκός όμιλος λοιπόν, 1.150 μέτρα μετρημένα, πάνω-κάτω με γρήγορο βήμα. Αυτό το σκηνικό επαναλαμβάνεται αρκετό καιρό, αν δεν κάνω λάθος, από το τέλος του 2011. Σάββατο και Κυριακή, μόνο περπάτημα. Εγώ περπατάω και δίπλα, μου δρομείς με προσπερνούν τρέχοντας. Δεν ανταλλάσω κουβέντα με κανέναν, ωστόσο οι περισσότεροι μου είναι πια γνωστοί φυσιογνωμικά. Κάθε Σ-Κ που αυτοί τρέχουν, εγώ εξακολουθώ να περπατάω. Οι όποιες απόπειρες να τρέξω αποτυγχάνουν παταγωδώς. Στις αρχές του 2013, η αντοχή μου ίσα που φτάνει να καλύψω τα 1.150 μέτρα του πήγαινε ή του γύρνα. Κάποια στιγμή, στα τέλη Φεβρουαρίου θαρρώ, καταφέρνω το ακατόρθωτο. Πηγαίνω κι επιστρέφω χωρίς διακοπή για ανάσες. Τα πρώτα μου 2.300 μέτρα. Παίρνω τα πάνω μου, ξεθαρρεύω! Δεν έχω κάποιο ελάττωμα. Μπορώ κι εγώ και τρέχω!!! Είμαι σίγουρος πια για την αιτία της αδυναμίας μου. Ενώ τα πόδια μου έχουν δύναμη, πάντα με εγκαταλείπει η αναπνοή. Γυρίζω σπίτι και πετάω. Με λίγο καλύτερο έλεγχο της αναπνοής τα κατάφερα. Αρχίζω πλέον να προσπαθώ να αποκτήσω τον έλεγχο της αναπνοής μου. Κρατάω σταθερή την απόσταση και η προσπάθεια εστιάζεται στο να βγει κάθε φορά λίγο ευκολότερα. Η βελτίωση, μικρή μεν, αλλά ορατή. Σύντομα ενημερώνομαι για τον 5ο Αριστοτέλειο δρόμο που διεξάγεται μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Αποφασίζω να δηλώσω συμμετοχή. 2 Απριλίου 2013. Ο πρώτος μου αγώνας. Τρέχω και τερματίζω «σκασμένος» τα 3.200 μέτρα. Ήδη έχω ακούσει για τον 8ο Μ. Αλέξανδρο. Αφού μπορώ τα 3.200, μάλλον μπορώ και τα 5.000. Δηλώνω και τρέχω. Τι αναπνοές, τι διαχείριση δυνάμεων και τέμπο… Δεν έχω ιδέα από αυτά. Απλώς τρέχω. Περνώντας την πρώτη αψίδα περίπου στο ύψος της Αγ. Σοφίας, είμαι τελειωμένος. Δε σταμάτησα, αλλά έχω την αίσθηση ότι πάω με ρυθμό βαδίσματος. Στο τέρμα έφτασα με την ώθηση του κόσμου. Σχεδόν βλέπω αστεράκια, μου βγάζουν το τσιπ χρονομέτρησης από το παπούτσι γιατί είμαι λίγο σα χαμένος, προχωράω και σε λίγο έχω στο στήθος το πρώτο  μου μετάλλιο. Είμαι αλλού. Έχω ψηλώσει 10 πόντους. Μπορώ κι εγώ να τρέξω κι έχω πια και απόδειξη. Με μια παρέα φίλων, μετά τις σχετικές φωτογραφίες και τα επινίκια, αράζουμε για καφέ απέναντι από το Λευκό Πύργο. Λίγο πιο μακριά, δρομείς  ολοκληρώνουν τις προσπάθειές τους διανύοντας τα τελευταία μέτρα ως τον τερματισμό. 14:15’ περίπου, οι τερματισμοί έχουν τελειώσει. Εκεί που επικρατούσε ηρεμία, ξαφνικά αρκετός κόσμος ξεσπά σε χειροκροτήματα. Διακρίνω ένα καπέλο, να κινείται αργά προς τον τερματισμό. Το χειροκρότημα γίνεται εντονότερο. Σηκώνομαι να δω από πιο κοντά κι αρχίζω να χειροκροτώ κι εγώ. Πλησιάζοντας βλέπω έναν δρομέα, μεγάλης ηλικίας, αργά αλλά σταθερά, να οδεύει προς το τέρμα. Αρχίζω τις επευφημίες. Ο δρομέας μας προσπερνά και  χάνεται στο βάθος προς τον τερματισμό. Θαυμάζω τη δύναμη και τη θέληση αυτού του ανθρώπου. Ολοκληρώνει τον Μαραθώνιο. Ακολουθεί ο σχετικός σχολιασμός στην παρέα.

Το βράδυ στο σπίτι, κοιτάζω τα αποτελέσματα. Το δικό μου, ενός-δύο φίλων που ήξερα ότι τρέχουν. Κάποια στιγμή μου ξανάρχεται στο μυαλό ο άγνωστος δρομέας. Ψάχνοντας τα αποτελέσματα του Μαραθωνίου βρήκα τα στοιχεία του. Μαυρίδης Παναγιώτης, ετών 79 με χρόνο κάτι λιγότερο από 6:15’. Περνάει ώρα μέχρι να αποδεχτώ αυτό που βλέπω. Αυτόματα το μυαλό κάνει αναδρομή μερικές ώρες πριν. Στον αγώνα μου, που ολοκλήρωσα σχεδόν σερνόμενος και στο δικό του τερματισμό που ήταν, φαινόταν τουλάχιστον, σχετικά άνετος.  Η σύγκριση συντριπτικά υπέρ του. Τα διπλά μου χρόνια και τερματίζει μαραθώνιο κι εγώ μετά βίας τα 5 χλμ. Η επόμενη στιγμή ήταν κάτι σαν την προσωπική μου «Μεγάλη έκρηξη».

«Δεν ξέρω πως θα το κάνεις, δεν ξέρω με ποιο τρόπο θα το καταφέρεις, αλλά θα τερματίσεις τουλάχιστον ένα μαραθώνιο στη ζωή σου». Αυτή την υπόσχεση απέσπασα εκβιαστικά από τον εαυτό μου.

Ο σπόρος είχε πέσει. Άρχισα τη συστηματική αναζήτηση πληροφοριών στο διαδίκτυο, μελέτη, προσπάθεια εφαρμογής στην πράξη, αξιολόγηση κ.ο.κ. Επόμενο στόχο είχα τα 10χλμ. Μόνο που στον επόμενο αγώνα που σχεδίαζα να πάω, τον 2ο νυχτερινό ημιμαραθώνιο δεν υπήρχαν 10 χλμ. Έξι μήνες μετά τον πρώτο σου αγώνα, δεν πας πάλι στα 5. Αυτό είναι στασιμότητα. Μοναδική επιλογή τα 21. Εξωπραγματική απόσταση για τις αρχές του καλοκαιριού του ’13. Πρόγραμμα 20 εβδομάδων. Προπόνηση, προπόνηση, προπόνηση. Πότε μεσάνυχτα, πότε χαράματα, όπου και όποτε χωρούσε. Ακόμη και τις μέρες των διακοπών με την οικογένεια. Φτάνει ο αγώνας. Με κόπο, με ζόρι, με περπάτημα καμιά 500 μέτρα συνολικά, όμως τερμάτισα. Χρόνος 2:00:12. Μετά από μερικές μέρες ξεκούρασης, ο επόμενος στόχος ήταν πια ξεκάθαρος. Ο πρώτος μου μαραθώνιος. Μετά από σχετική αναζήτηση κατέληξα στο προπονητικό πρόγραμμα που θα ακολουθούσα. Φαινόταν κι έτσι αποδείχτηκε, πολύ απαιτητικό. Χωρίς την αναπάντεχη “βοήθεια” της ξαφνικής ανεργίας που με βρήκε, δεν ξέρω αν θα μπορούσε να βγει, τόσο καλά όσο τελικά βγήκε.

Στην παραλαβή του εξοπλισμού του νυχτερινού ημιμαραθωνίου, είχα πάρει ένα φυλλάδιο του Σ.Δ.Υ. Θεσσαλονίκης. Το ‘χα φυλάξει. Κάποια στιγμή, ξανάπεσε στα χέρια μου. Το διάβασα, μπήκα στη σελίδα του συλλόγου για περισσότερες πληροφορίες και μερικές μέρες μετά, με αφορμή τον 2ο Φιλίππειο δρόμο στη Βεργίνα, γινόμουν μέλος του. Νέοι φίλοι, παρέα για τρέξιμο, πληροφορίες, αγώνες, ανταλλαγή απόψεων. Πρωτοχρονιά στη «Γιαννούλα», πρώτο long run μέσα σε σφοδρή χιονόπτωση, Μεσημέρι, Χορτιάτης, Καλαμπάκα, ενδιάμεσα προπονήσεις με παρέα τα Σ-Κ, πότε παραλία, πότε Σέιχ-Σου. Το ταξίδι μόλις άρχισε…

Μεθαύριο όμως είναι ο πρώτος μεγάλος σταθμός. Η υπόσχεση που δόθηκε κι ήρθε ο χρόνος να εκπληρωθεί. Όλα ως εδώ, έχουν κυλήσει σύμφωνα με το «σχέδιο». Με πολύ δουλειά, πολύ κόπο, με νύχια που η αλλαγή τους δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, μα και με πίστη και απόλυτη προσήλωση στο στόχο. Όλ’ αυτά τα υλικά ήταν η “καύσιμη ύλη” που συντήρησε όλο αυτό το διάστημα τη φωτιά. Η σπίθα όμως που την άναψε, ανήκει σε άλλον.

Ένα απέραντο ευχαριστώ, το οποίο ελπίζω να καταφέρω να το εκφράσω και προσωπικά λίγο πριν την εκκίνηση, στον άνθρωπο με τον οποίο δε γνωριζόμαστε καν, αλλά έγινε η έμπνευση για να βρίσκομαι τόσο σύντομα, εδώ που στέκομαι σήμερα.

Κύριε Μαυρίδη, σας ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!

03/04/2014. Κ.Κ.