Ήμουν ο τελευταίος αθλητής που τερμάτισε στον 7ο αγώνα βουνού που διοργάνωσε ο Σύλλογος Δρομέων Υγείας Θεσσαλονίκης (ΣΔΥΘ). Πήγα αργοπορημένος. Άργησα να παρκάρω και ίσα που πρόλαβα την εκκίνηση. Στα πρώτα αναφορικά χιλιόμετρα μια κυρία με την φανέλα του ΣΔΥΘ, που αν θυμάμαι καλά την έλεγαν Έλενα, μας έδινε δρομικές συμβουλές, μας έλεγε πως τρέχει για την χαρά της, γιατί περνάει ωραία και του χρόνου, ελπίζοντας ότι θα είναι γερή, θα τρέξει και ας βγει έστω και τελευταία. Μας είπε επίσης ότι θα ήθελε να τερματίσει τελευταία για να πάρει το μετάλλιο από τον πρώτο αθλητή. Μια καινούργια ιδέα. Απονομή μεταλλίου και στον τελευταίο αθλητή για την προσπάθεια του.

Θυμήθηκα τον όρκο που έδωσα στον εαυτό μου επτά ή οκτώ χρόνια πριν, στην πρώτη μου προσπάθεια, “ο αγώνας που θα τερματίσω τελευταίος θα είναι και ο τελευταίος μου”. Η παρέα μου, ο Νίκος και η Μαρία έφυγαν πιο μπροστά, εγώ έμεινα πίσω, έβγαζα φωτογραφίες. Τότε συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο τελευταίος. Επιτάχυνα. Είδα την παρέα μου που ήταν τόσο μακριά που θα μπορούσα ίσως και να τους φτάσω αλλά φοβήθηκα. Θυμήθηκα πως πριν λίγα χρόνια, πέθανε μπροστά μου από ανακοπή στο νυχτερινό ημιμαραθώνιο ένας αθλητής, πως στον ίδιο χρόνο ένας φίλος μου, μαραθωνοδρόμος, έκανε έμφραγμα στον Όλυμπο. Έχω την ηλικία και έχω υποχρεώσεις. Συνέχισα με πιο αργό ρυθμό, κοιτούσα τον χρόνο, ήμουν στον προβλεπόμενο. Γνώρισα την Σκούπα, εκείνα τα μέλη του Συλλόγου που κλείνουν τον αγώνα, μια ευγενική νεαρή κυρία, την Ελένη, και δύο νεαρά αγόρια, τον Στάθη και τον Θοδωρή. Διακριτική η παρουσία τους. Έμεναν πίσω για να μαζεύουν την σήμανση της διαδρομής και άκουγα τα χαρούμενα δυνατά γέλια τους. Όλο υγεία. Ήταν πίσω τόσα μέτρα όσο για να μην με πιέζουν. Τα αυτοκίνητα συνοδείας παρόντα και είχα πάντα το αίσθημα της ασφάλειας. Στο χώμα έβλεπα τα ίχνη των πρώτων. Η σκόνη τους είχε καθίσει. Προσπέρασα μια χελώνα από το πλάι της. Θυμήθηκα το παραμύθι της και γέλασα καθώς και το παιδικό ανέκδοτο της. Πιο χαμηλά ένα άλλο μέλος του ΣΔΥΘ γύρισε πίσω ανεβαίνοντας την ανηφόρα, με ακούμπησε στον ώμο και μου είπε με σχεδόν συνωμοτικό ύφος “έχεις τα καλύτερα γαμημένα τελευταία τρία χιλιόμετρα, κοίτα να τα περάσεις όμορφα”.

Το μυαλό μου άρχισε πάλι τα παιχνίδια. Θυμήθηκα λόγια αγνώστων και φίλων. Γιατί τρέχεις; είσαι χαζός; άσπρισε το μούσι σου, μυαλό δεν έχεις! Γιατί υποβάλλεις τον εαυτό σου σε αυτήν την δοκιμασία; Απαντούσα στον εαυτό μου, σχεδόν μονολεκτικά, “για τα παιδιά μου, για να έρθουν και άλλοι μαζί μου, για την φύση, για να ακούω το θρόισμα των φύλλων, το κελάηδισμα των πουλιών, για την πρωινή οσμή του χώματος, για την καλημέρα του άγνωστου γέροντα που μαζεύει χόρτα και σαλιγκάρια καταμεσής του βουνού. Για την ασθματική καλημέρα του άγνωστου ποδηλάτη που τραβάει την ανηφόρα του βουνού”. Για να πάρω κουράγιο και να συνεχίσω τα τελευταία κατηφορικά χιλιόμετρα είδα με τα μάτια της ψυχής τα Μαρουλάκια μου, τα παιδιά μου. Εξομολογήθηκα τον όρκο μου, στην Ελένη, την σκούπα, και μου είπε, «είσαι τελευταίος από επιλογή και εξακολουθείς να αγωνίζεσαι, δεν πήγες στα πέντε χιλιόμετρα όπου εκεί δεν θα ήσουν τελευταίος και προτίμησες να είσαι εδώ, στα πολλά χιλιόμετρα, από επιλογή, το αξίζεις το μετάλλιο». Οι σκέψεις μου άρχισαν πάλι να τρέχουν στον εγκέφαλο. Με ερωτήματα όμως αυτήν την φορά. Τι θα ήταν οι πρώτοι χωρίς τους τελευταίους; Αντί να σταματήσω τους αγώνες να αγωνιστώ να γίνω καλύτερος; Αντέχω; Μπορώ; Το θέλω; Ήταν στιγμές που ο αέρας έφερνε στις στροφές την μουσική από τον τερματισμό. Κάποιος από πίσω φώναξε δυνατά, “σε περιμένουν, κουράγιο!”.

Πήρα την τελευταία δεξιά στροφή. Ήταν εκεί όλοι τους. Χειροκροτούσαν και η μουσική έπαιζε δυνατά. Είδα χαμογελαστούς τους φίλους μου, τον Νίκο και την Μαρία, με τα μετάλλια στους λαιμούς τους. Τον κόσμο να με περιμένει. Άκουγα την άφιξη μου από τα μεγάφωνα. Ένιωσα ότι είχα το μεγαλύτερο χαμόγελο της ζωής μου. Είχε φύγει με μιας ο πόνος στις αρθρώσεις μου. Αγάπη. Ναι ένιωσα αγάπη. Είδα χαμόγελα, πολλά χαμόγελα σε άγνωστα πρόσωπα. Ένιωσα την ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη από όλον αυτόν τον κόσμο που περίμενε αλλά και από τον πρώτο που άργησα, αλλά αντί αυτού του είπα ότι είναι πρότυπο. Τον φίλησα στο πρόσωπο του σαν μου πέρασε το μετάλλιο. Τον είδα στα μάτια. Βλέμμα καλού ανθρώπου. Ανιδιοτελής η χειρονομία του. Με περίμενε υπομονετικά. Είναι πρότυπο ο πρώτος. Και είναι η αιτία για να γίνουν πρώτοι οι δεύτεροι, οι τρίτοι και οι τελευταίοι. Για να συνεχίσουν όλοι, οι από πίσω του, να ζουν και να αγωνίζονται με την ελπίδα πως θα τα καταφέρουν στην ζωή τους. Εύχομαι στον πρώτο, Αλέξανδρο Φωτιάδη που μου χάρισε το μετάλλιο συμμετοχής να έχει καλά νιάτα και να συνεχίσει να είναι πρότυπο και να χαρίζει το αθλητικό ιδεώδες. Ευχαριστώ το ΣΔΥΘ. Ευχαριστώ επίσης και όλους εκείνους τους αφανείς εθελοντές που ήταν δίπλα μου καθ’ όλη την διαδρομή. Έγινα επίορκος. Το αποφάσισα. Ναι, θα είμαι εκεί και του χρόνου για τέταρτη φορά και ας είμαι και πάλι ο τελευταίος!