Η ζωή που δεν ζεις;

18,8 κιλά σε 65 ημέρες… αυτό είναι το νούμερο που κατάφερε να πετύχει ένας πολύ καλός φίλος και μόλις μου εκμυστηρεύτηκε μ’ένα μήνυμα. Έχασε 19 σχεδόν κιλά σε κάτι παραπάνω από 2 μήνες, με την περίοδο των Χριστουγέννων να μεσολαβεί. Σημαίνει κάτι; Τίποτα απολύτως! Μερικές ώρες αργότερα ωστόσο ανέβασε μία φωτογραφία στον λογαριασμό του στο facebook, τραβηγμένη σε μία παραλία, με αθλητικά ρούχα, ιδρωμένος μετά το πέρας της προπόνησής του, χωρίς φυσικά να αναφέρεται σε λεπτομέρειες (για ποιο λόγο άλλωστε;) και σημειώνοντας από κάτω «η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου». Αυτό σημαίνει κάτι; Τα πάντα!

Αρκετές φορές στη διάρκεια της ζωής μου έτυχε να συναντήσω άτομα που βλέποντας τη συλλογή μου δίσκων έλεγαν εντυπωσιασμένοι «μακάρι να είχα κι εγώ όλους αυτούς τους δίσκους» ή ακούγοντας το ένα και το άλλο με το οποίο ασχολούμαι (ή δεν ασχολούμαι) καθημερινά δήλωναν «θα ήθελα να το κάνω κι εγώ αυτό». Υπάρχει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στο θέλω… και στο πράττω. Αυτή η απόσταση καλύπτεται μονάχα με τη θέληση. Αυτό είναι από τα λίγα πράγματα που έχω διδαχτεί καλά. Είμαι εδώ πέρα αυτή τη στιγμή, κάνοντας αυτό το πράγμα, διότι αυτό έχω επιλέξει και επιθυμώ. Κανείς δεν με τοποθέτησε και ουδείς με υποχρέωσε. Δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να επιτύχω, αν το θέλω. Δεν αναφέρομαι φυσικά σε εξωπραγματικές καταστάσεις. Εκ φύσεως –πέρα από όλους τους άλλους «ιατρικούς» λόγους- δεν μπορώ να τρέξω γρηγορότερα από τον Bolt, μπορώ όμως άνετα να τρέξω γρηγορότερα από τον εαυτό μου. Γρηγορότερα από αυτό που έτρεξα την προηγούμενη εβδομάδα, χθες, σήμερα. Το μπορώ αυτό; Σαφέστατα! Δικός μου κριτής και όριο ήταν πάντα στη ζωή ο εαυτός μου. Δεν με ενδιέφερε ποτέ τι έκανε ο δίπλα και δεν το εννοώ εγωιστικά. Κοιτούσα συνεχώς τα δικά μου όρια και αυτά προσπαθούσα να ξεπεράσω, να σπάσω, να διαλύσω, να επεκτείνω και να επαναπροσδιορίσω. Με ότι κι αν καταπιάνομαι θέλω πάντα να είμαι ο καλύτερος που μπορώ να είμαι. Δεν έχει σημασία για εμένα αν είμαι ο τελευταίος από τους 65.000 διαγωνιζόμενους (στις πανελλήνιες, για να δώσω ένα διαφορετικό παράδειγμα) ειλικρινά, αρκεί να γνωρίζω πως ξεπέρασα το 101% του εαυτού μου, πως έκανα το καλύτερο δυνατό και δεν υπήρχε παραπάνω. Αντίπαλός μου ήταν και είναι πέρα από τον εαυτό μου και… ο χρόνος. Αυτός με άγχωνε και ακόμη και σήμερα, έχοντας κλείσει πλέον τα 35, είναι ο μόνος ίσως που με αγχώνει. Ο χρόνος!

Είναι αμείλικτος και δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα είμαι σε θέση να «προοδεύω». Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα έχεις (θα έχω) την ευκαιρία του «να ξεκινήσεις». Ο χρόνος τρέχει και το ρολόι χτυπάει καθημερινά μέσα στο δικό μου κεφάλι. Δε γνωρίζω για πόσο καιρό θα είμαι (ακόμη) νέος, υγιής, σε τόσο καλή κατάσταση και θα έχω τη δυνατότητα, την ευλογία διάολε, να βγαίνω έξω, με ζέστη και ήλιο ή με βροχή και κρύο και να τρέχω. Δε θέλω να χάσω καμία ημέρα. Δεν είμαι διατεθιμένος να αφήσω καμία ευκαιρία να απολαύσω αυτό το μοναδικό συναίσθημα ελευθερίας, δύναμης και δημιουργίας (διότι για εμένα όλα αυτά είναι το τρέξιμο και άλλα πολλά μαζί) χωρίς να την εκμεταλλευτώ. Γνωρίζω πως εκεί έξω υπάρχουν εκατομμύρια συνάνθρωποί μου, που θα έδιναν τα πάντα, θα θυσίαζαν ότι έχουν και δεν έχουν, για να μπορέσουν να το γευτούν αυτό μία φορά στη ζωή τους μόνο. Μόνο μία. Καμία παραπάνω. Αλλά πραγματικά δε μπορούν… για διάφορους λόγους. Είναι αδικία. Εγώ μπορώ όμως, οπότε ναι, από αυτή τη σκοπιά είμαι προικισμένος και δεν θα κλείσω τα μάτια μου, δε θα είμαι αγνώμων και δεν θα αψηφήσω τη μεγάλη αυτή ευκαιρία. Θα την αρπάξω. Θα τη ρουφήξω και θα τη γευτώ στον απόλυτο μάλιστα βαθμό.

Έχω ένα περιοδικό μπροστά μου και ένας διάσημος μουσικός από τη Σουηδία δηλώνει χαρακτηριστικά, «… εμείς από την πλευρά μας θα συνεχίσουμε να παίζουμε μουσική κατά τον ίδιο τρόπο ακόμη κι όταν οι γεννιάδες μας ασπρίσουν ή όταν θα παραπατάμε λόγω αδυναμίας επάνω στη σκηνή. Δε μπορώ να με φανταστώ να πράττω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου. Αυτό θέλω… μόνο».

Πού τελειώνουν τα όριά μας; Πουθενά; Δεν γνωρίζω ειλικρινά. Τα όριά μας τα ορίζουμε οι ίδιοι. Θεωρώ πως εξαρτώνται άμεσα από τις θυσίες, τις οποίες είμαστε διατεθιμένοι να κάνουμε. Ζεις τη ζωή που θες να ζεις; Κάνεις ότι θέλεις να κάνεις; Είσαι ευτυχισμένος; Αισθάνεσαι καλά; Μήπως υπάρχει κάτι, ή χιλιάδες πράγματα, που θα ήθελες να κάνεις και διστάζεις; Φοβάσαι να κάνεις το πρώτο βήμα; Ντρέπεσαι να έρθεις τελευταίος; Δεν τολμάς να βρεθείς ανάμεσα σε δυνατότερους από εσένα; Θεωρείς πως αδυνατείς να τους φτάσεις; Πιστεύεις πως δεν μπορείς; Είσαι σίγουρος πως ποτέ δεν θα καταφέρεις; Λάθος! Λάθος μεγάλο. Τίποτα δε χαρίζεται κι αυτό είναι που κάνει τη ζωή τόσο ενδιαφέρουσα. Είναι απρόβλεπτη, δύσκολη, επίπονη, περιπετειώδης πάνω απ’όλα. Δε θα ήταν τρομερά βαρετό να μπορούσε κάποιος, οποιοσδήποτε, να βάλει αύριο μια φόρμα και να τρέξει μαραθώνιο; Θαυμάζω απεριόριστα και τον τελευταίο που καταφέρνει να τρέξει και να τερματίσει στον πιο μικρό και ασήμαντο μαραθώνιο. Πρόκειται για άθλο κανονικό. Πιστεύω πως για να τρέξει κάποιος τέτοιες αποστάσεις δεν αρκεί καμία προπόνηση, καμία καλή διατροφή και φυσική κατάσταση. Απαιτεί πίστη στο όραμα και πάνω απ’ όλα αστείρευτη θέληση.

Πριν μερικές ημέρες ήταν τα Θεοφάνεια και είχα κανονίσει το πρωί να πάω για καφέ με πολύ καλούς μου φίλους. Ήξερα πως θα περάσω τέλεια και θα γελάσω μέχρι δακρύων, διότι γνωρίζω τα άτομα και την ατμόσφαιρα που επικρατεί όποτε συναντιόμαστε. Να όμως που, έχοντας τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού, ο ήλιος είχε βγει για τα καλά πίσω από τα σύννεφα, ο χειμωνιάτικος καιρός είχε ζεστάνει αρκετά και «άρχισα να τρελαίνομαι». Φόρεσα τα καλοκαιρινά μου και βγήκα στην παραλία να τρέξω 12χμ. Δεν το σκέφτηκα καν 2 φορές. Ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα να κάνω. Παρότι είχα τρέξει πολλά χιλιόμετρα και την προηγούμενη ημέρα, αλλά και την προ-προηγούμενη… και θα έτρεχα και την επόμενη. Ο καφές ήταν για εμένα ένα «χάσιμο χρόνου». Μια χαμένη ευκαιρία να απολαύσω πλήρως τον ήλιο, να βρεθώ φαινομενικά μόνος, ουσιαστικά όμως ανάμεσα σε εκατοντάδες κόσμου που βολτάρει ή αθλείται ταυτόχρονα, να ακούσω μουσική, να ηρεμήσω και… απλά να τρέξω. Το κόστος του καφέ, του γέλιου, της συνεύρεσης με τους φίλους μου, της πλάκας και όλων των άλλων ήταν πολύ μικρό για εμένα για να διστάσω να το θυσιάσω. Τους τελευταίους 10 μήνες περίπου δεν έχουν υπάρξει, πέρα από 3-4, ημέρες που να μην έτρεξα. Τα τελευταία 4 χρόνια δεν έχω χάσει περισσότερες από 60 «ευκαιρίες», όπως αρέσκομαι να τις αποκαλώ. Με τρελαίνει η ιδέα του να σφίγγω τα κορδόνια από τα παπούτσια μου, να ρυθμίζω το mp3 player, να ελέγχω το ρολόι και να ξεκινάω. Μισώ ακόμη το πρώτο χιλιόμετρο ή και λίγο παραπάνω, μέχρι να ζεσταθεί ο οργανισμός και να αρχίσει ο ιδρώτας να τρέχει. Λατρεύω όμως την ένταση και το συναίσθημα να στάζει ο ιδρώτας στο έδαφος καθώς «καλπάζω». Όχι, δεν σκουπίζω τον ιδρώτα μου, θέλω να τον νιώθω να ρέει στο κορμί μου αργά και βασανιστικά, να κλείνω τα μάτια μου επειδή δεν μπορώ να δω και να τσούζουν. Είναι η έμπραγκτη απόδειξη του κόπου… και της θέλησης. Για εμένα προσωπικά είναι το «κακό αίμα» που χύνεται από μέσα μου και καθαρίζω. Αναζητώ το ηλίθιο χαμόγελο (κούρασης και εξάντλησης) που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου όποτε ολοκληρώνω επιτυχώς ένα running session. Η κούραση που ακολουθεί είναι τόσο γλυκιά όσο χίλιες σοκαλάτες (ίσως). Ακόμη ωραιότερο όμως είναι το συναίσθημα του να τρέχεις, όταν πλέον έχεις αποκτήσει καλή φυσική κατάσταση, ακολουθώντας κατά πόδας από πίσω έναν πολύ δυνατό δρομέα, να αισθάνεσαι τα κόκαλα από τα πλευρά σου να έχουν πεταχτεί έξω, τα πόδια σου να τεντώνονται ασταμάτητα, να ακούς τη μουσική που σε βοηθάει με το ρυθμό και να νιώθεις τόσο δυνατός, τόσο ατρόμητος που να παρακαλάς να είχε και μερικούς σάκους στην πορεία να ρίχνεις μπουνιές με το δεξί καθώς διέρχεσαι. Και δεν κουράζεσαι… δε νιώθεις καμία κούραση, απλά καλπάζεις προς μία κατεύθυνση χωρίς τέλος. Τερματισμός υπάρχει βέβαια πάντα και την κούραση, την εξάντληση, τον πόνο, όλα τα άλλα που φυσιολογικά ακολουθούν τα νιώθεις με το που σταματήσεις και κοιτάξεις γύρω σου. Αναζητώντας λίγο νερό; Προσπαθώντας να βρεις την ανάσα σου; Σκεφτόμενος ξαφνικά τι έχεις να κάνεις την υπόλοιπη ημέρα; Μη βλέποντας την ώρα να βρεθείς κάτω από το ντους και το καυτό νερό; Χαμογελώντας πάντως σαν χαζός σίγουρα. Ποιος ενδιαφέρεται πραγματικά αν ήρθες σε κάτι 1ος, 2ος ή τελευταίος; Ποιος; Όχι εγώ.

Όταν ο παραπάνω φίλος μου πριν μερικούς μήνες, μου είχε δηλώσει (δειλά) πως ξεκινάει προπονήσεις συστηματικά του είχα πει, παρότι είμαι εντελώς ερασιτέχνης,  ότι εφόσον επιμείνει και δεν τα παρατήσει, ειδικά όταν πονάει περισσότερο και αισθάνεται αδύναμος και η ντροπή όλου του κόσμου, θα φτάσει σε 2 μήνες σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Αυτός πήγε πολύ παραπάνω. Ξεπέρασε την πρόβλεψή μου, την πρόβλεψη του προπονητή του, της οικογένειας και των κολλητών του… όλων. Μας ξεφτίλισε πανηγυρικά. Είναι ξεχωριστός; Διαφέρει σε κάτι από εσένα, εμένα, από όλους εμάς; Έχει πετύχει κάτι σπουδαίο; Βρείτε εσείς τη σωστή απάντηση. Εγώ πάντως τον έχω ως παράδειγμα κάθε μέρα που πάω να τρέξω και ειδικά τα πρωινά εκείνα κατά τα οποία ξυπνάω στραβά και βλέπω έξω από το παράθυρό μου τον αέρα να θερίζει και κανέναν να μην υπάρχει στο δρόμο. Η αφοσίωσή του με παραδειγματίζει τα απογεύματα, που έχοντας (ίσως) παραφάει περνάνε από το μυαλό μου ενοχικές σκέψεις να μην γυμναστώ λίγο και να την «σκαπουλάρω». Διότι όλοι είμαστε άνθρωποι πάνω απ’ όλα και λίγο πολύ σκεφτόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο. Αυτός και άλλοι τόσοι που γνωρίζω σαν κι αυτόν, δείχνουν όχι μόνο σε εμένα, αλλά σε όλους μας θεωρώ, το δρόμο. Τα πάντα είναι εφικτά, αρκεί να γνωρίζει ο άλλος τι θέλει. Οριοθετείς το στόχο, τον βλέπεις μπροστά σου και ξεκινάς να τρέχεις. Έτσι και τον πετύχεις γρήγορα, τότε μάλλον κάτι πήγε στραβά, αυτό είναι σίγουρο. Μάλλον υποτίμησες πολύ τον εαυτό και τις δυνάμεις σου. Οι στόχοι εξ’ορισμού επιτυγχάνονται με ατελείωτο κόπο και ιδρώτα. Και ο αγώνας αυτός δεν τελειώνει ποτέ. Είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή όμως που θέλει ο φίλος μου να ζήσει και μέχρι πριν λίγο καιρό δε ζούσε. Γιατί; Αυτός το γνωρίζει. Είναι η ζωή που εγώ ζω, διότι αυτό έχω επιλέξει και αυτό με εκφράζει.

Ξεκίνησα να τρέχω για πολύ προσωπικούς λόγους. Αυτό με έσωσε στην ουσία. Με ηρέμησε. Με έκανε φιλήσυχο και… καλύτερο (ελπίζω) άνθρωπο. Μέσα από το τρέξιμο και μόνο ανακάλυψα πολλά για τη ζωή που δεν ήξερα, που είχα ξεχάσει, που δεν εκτιμούσα, που ήταν μπροστά μου και δεν έβλεπα, τα οποία σαν άλλος ένας ηλίθιος δεν αξιολογούσα ορθά. Είδα και διδάχτηκα. Έπαθα και έμαθα. Κατάλαβα πώς είναι το να «ζεις αλλιώς». Σήμερα; Χα, δεν ξέρω ειλικρινά. Μπορεί για διάφορους λόγους να αδυνατώ να είμαι χαρούμενος, αλλά είμαι ευτυχισμένος. Δε μου λείπει το κρέας, το φαγητό, τα ξενύχτια, το αλκοόλ, ο σαματάς, οι γυναίκες, το σεξ, το οτιδήποτε… το μόνο που μου λείπει κάθε πρωί όταν ανοίγω τα μάτια μου ξυπνώντας είναι η ένταση. Εγώ θέλω μόνο να τρέξω, να εξαγνιστώ, να αισθανθώ ελεύθερος, δυνατός και να ρουφήξω τη ζωή που επέλεξα να ζω. Εσύ;

Μίλτος Λυμπιτσούνης