«Ως κυνηγός, ο προιστορικός άνθρωπος είχε σαφές φυσικό μειονέκτημα σε σχέση με το θήραμά του. Αργός, αδύναμος, χωρίς τρίχωμα ή «φονικά» νύχια και δόντια, επιστράτευε την ικανότητα της εφίδρωσης και την επιμονή του για να τα καταφέρει», μας λέει ο Daniel Lieberman, καθηγητής Ανθρωπολογίας του Harvard, παρουσιάζοντας την θεωρία του περί της σημασίας του τρεξίματος για τον πρόγονό μας και εξηγεί γιατί είμαστε το μοναδικό είδος που μπορεί να τρέχει πολύ μεγάλες αποστάσεις με την θέλησή του, όπως για παράδειγμα έναν μαραθώνιο.
Ενώ εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο συμμετέχουν σε μαραθωνίους, τα περισσότερα από τα ζώα που θεωρούμε εκπληκτικούς «δρομείς» – η αντιλόπη ή το τσιτάχ, για παράδειγμα – έχουν προδιαγραφές για ταχύτητα και όχι αντοχή. Ακόμη και αυτά που μπορούν να τρέξουν πολύ μεγάλες αποστάσεις, όπως το άλογο ή ο σκύλος, θα το κάνουν μόνο εάν αναγκαστούν. Αυτό είναι και μια αρχική ένδειξη για το ότι ο άνθρωπος είναι καλύτερος σε αυτόν τον τομέα.
Οι σύγχρονοι άνθρωποι και οι άμεσοι πρόγονοί τους, όπως ο Homo Erectus, έχουν υποστεί πολλές προσαρμογές κατά την εξέλιξή τους, σε σχέση με τα περισσότερα άγρια και γρήγορα πλάσματα, οι οποίες τους καθιστούν τους καλύτερους «δρομείς αντοχής» στο ζωικό βασίλειο.
«Είμαστε φριχτοί αθλητές σε ό,τι αφορά την δύναμη και την ταχύτητα αλλά εξαιρετικοί στο «αργά και σταθερά», τονίζει ο Lieberman.
Οι ενδείξεις φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με την γενικότερη αντίληψη πως ο άνθρωπος είναι ο μεγαλύτερος «τεμπέλης» στον ζωικό κόσμο, όπως και το ότι αν δεν είχαμε το μυαλό μας και τον τεχνολογικό εξοπλισμό, θα ήμασταν αναγκασμένοι να τρεφόμαστε με φρούτα και λαχανικά, όπως και να κινδυνεύουμε να γίνουμε τροφή από άλλους δυνατότερους κυνηγούς.
Το πρόβλημα με αυτή την αντίληψη, εξηγεί ο Lieberman, είναι πως ο άνθρωπος ξεκίνησε να τρέφεται και με κρέας πριν από 2.6 εκατομμύρια χρόνια, πολύ νωρίτερα δηλαδή από τότε που ανέπτυξε προηγμένα όπλα, όπως το τόξο και τα βέλη, τα οποία μετρούν μόλις 50.000 χρόνια ιστορίας.
Παρά το γεγονός πως κάποιοι κρεατοφάγοι προγονοί μας ήταν απλά συλλέκτες υπολειμμάτων τέτοιας τροφής, οι καταγεγραμμένες φυσικές προσαρμογές του ανθρωπίνου σώματος τα τελευταία 2 εκατομμύρια χρόνια, οι οποίες δεν έχουν κάποια επίδραση στην βάδιση αλλά στο τρέξιμο, παρέχουν ενδείξεις πως οι πρώιμοι «συλλέκτες» εξελίχθηκαν σε «δρομείς – κυνηγούς».
Πιο συγκεκριμένα, αναπτύξαμε μακρείς ελαστικούς τένοντες στα πόδια και τα πέλματά μας, οι οποίοι λειτουργούν σαν μεγάλα λάστιχα, αποθηκεύοντας και απελευθερώνοντας ενέργεια σε κάθε μας διασκελισμό, εξοικονομώντας συγχρόνως μέρος αυτής. Παράλληλα, έγιναν προσαρμογές που μας βοηθούν να διατηρούμε το σώμα μας σταθερό καθώς τρέχουμε, ισορροπώντας κάθε βήμα μας με την κίνηση των χεριών, αναπτύχθησαν μεγάλοι γλουτιαίοι μύες ώστε να συγκρατούν τον κορμό και ένας μεγάλος ελαστικός σύνδεσμος στον λαιμό για να δίνει σταθερότητα στο κεφάλι. Ακόμη και η λεπτή, εύκαμπτη μέση μας, η οποία μας επιτρέπει να περιστρέφουμε τον κορμό και να εξισορροπούμε τις παράκεντρες δυνάμεις που ασκούνται σε κάθε βήμα καθώς τρέχουμε, είναι κάτι που οι πρώτοι άνθρωποι δεν είχαν τόσο ανεπτυγμένο.
Όταν ο άνθρωπος ξεκινήσει να τρέχει, απαιτείται μικρή επιπλέον ενέργεια για να αυξήσει την ταχύτητά του. Αντιθέτως, τα περισσότερα ζώα χρειάζονται πολύ μεγαλύτερα ποσά ενεργείας για να επιταχύνουν, ιδίως όταν περνούν στην φάση του καλπασμού, κάτι που δεν τους επιτρέπει να διατηρήσουν την ταχύτητά τους για πολύ ώρα.
Ενώ όλες αυτές οι προσαρμογές μάς έχουν κάνει ικανότερους δρομείς, αυτό που πραγματικά κάνει την διαφορά είναι η δυνατότητά μας να τρέχουμε στην ζέστη.
Ο άνθρωπος έχει πολλά φυσιολογικά πλεονεκτήματα, τα οποία του επιτρέπουν να διαχειρίζεται τα μεγάλα ποσά θερμότητος που παράγονται κατά το τρέξιμο. Τέτοια είναι η εφίδρωση, η απουσία τριχώματος, όπως και το γεγονός ότι μπορούμε και αναπνέουμε από το στόμα καθώς τρέχουμε, κάτι που συντελεί στο να παίρνουμε μεγαλύτερες ανάσες αλλά και να αποβάλλουμε μέρος της θερμότητος.
«Μπορούμε να τρέξουμε σε συνθήκες που κανένα άλλο ζώο δεν μπορεί», μας λέει ο Lieberman
Τα ζώα αποβάλλουν θερμότητα μέσω του λαχανιάσματος (της γρήγορης και κοφτής αναπνοής, δηλαδή), δεν μπορούν όμως να αναπνεύσουν με αυτό τον τρόπο όταν καλπάζουν. Αυτό σημαίνει πως για να πιάσει ο άνθρωπος το θήραμά του, δεν χρειαζόταν να τρέξει μακρύτερα απ’ όσο μπορούσε ένα ζώο να «βαδίσει» ή γρηγορότερα απ’ όσο αυτό μπορούσε να καλπάσει. Χρειαζόταν απλά να τρέξει με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν που έχει το ζώο χωρίς να καλπάζει, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Όλες οι παραπάνω ικανότητες του ανθρώπου τού επέτρεπαν να μπορεί να κυνηγήσει κατά τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας, όταν τα ζώα συνήθως κοιμούνται. Όπως φαίνεται, εξασκήθηκε σε έναν τρόπο επίμονης θήρευσης, κάνοντας το ζώο να τρέξει γρηγορότερα από τις δυνάμεις του, αιφνιδιάζοντας και τρομάζοντάς το όταν αυτό δοκίμαζε να ξεκουραστεί και επαναλάμβανε αυτή την διαδικασία εώς ότου το θήραμα «υπερθερμανθεί» και τελικά καταρρεύσει.
«Τα περισσότερα ζώα παθαίνουν υπερθερμία («θερμοπληξία» στους ανθρώπους) μετά από 10 – 15 χιλιόμετρα», προσθέτει ο Lieberman.
«Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, ακόμη και με τα πρωτόγονα όπλα του, ο άνθρωπος μπορούσε να βγει νικητής στην αναμέτρησή του με τους δυνατότερους και επικίνδυνους αντιπάλους του. Η θεωρία μας γύρω από τον τρόπο που κυνηγούσε ο προιστορικός άνθρωπος, ενισχύεται από το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα κάποιες φυλές ιθαγενών χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο, η οποία παραμένει το ίδιο αποτελεσματική. Απαιτεί την ελάχιστη χρήση τεχνολογίας, έχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας και αποφέρει μεγάλες ποσότητες κρέατος στο τραπέζι», συνεχίζει ο Lieberman.
Το πιθανότερο σενάριο είναι πως ο πρόγονός μας ξεκίνησε να τρέφεται με κρέας συλλέγοντάς το. Με την πάροδο του χρόνου όμως, η εξέλιξη της φυσιολογίας του του επέτρεψε να δοκιμάσει να «σκοτώσει» ο ίδιος την τροφή του και τελικά να καταλήξει σε έναν μεθοδικό και ικανό θηρευτή. Η εξέλιξη αυτή φαίνεται πως συνέχισε να ευνοεί τα «δρομικά» του χαρακτηριστικά μέχρι που η εμφάνιση των πυροβόλων όπλων κατέστησε το τρέξιμο λιγότερο σημαντικό. Αυτό όμως είναι κάτι που αφορά την πολύ πρόσφατη ιστορία του γένους μας.
«Το τρέξιμο αντοχής αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι από μια σειρά αλλαγών που εξέλιξε το γένος μας (Homo) σε άνθρωπο (Human)», καταλήγει ο Lieberman.

Categories: Άρθρα